σκαπέρδα

σκαπέρδα
σκαπέρδα
Grammatical information: f.
Meaning: name of a game at the Dionysia, at which two youngsters with the backs to each other tried to raise the other in high with a cord running through a pole (Poll. 9, 116, H.).
Other forms: σκαπαρδεῦσαι s. bel., also καπαρδ-, σκαρπαδ-
Derivatives: σκαπερδεῦσαι (Hippon. 3, 3), after H. = λοιδορῆσαι, after Tz. An. Ox. 3, 351 (where σκαπαρδεῦσαι) = συμμαχῆσαι. From H. also: καπαρδεῦσαι μαντεύσασθαι, σκαρπαδεῦσαι κρῖναι; σκάπαρδος ὁ ταραχώδης καὶ ἀνάγωγος, λακκοσκάπερδον λακκόπρωκτον. To this: καὶ πᾶν τὸ δυσχερες σκαπέρδα λέγεται καὶ ὁ πάσχων σκαπέρδης.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: As the proper meaning of σκαπέρδα remains unknown (prop. of the cord?; cf. σκαπέρδαν ἕλκειν in Poll. and Osthoff BB 29, 267ff.), all explanations are quite hypothetic; s. Masson Hipponax 104 w. lit. -- The word with its variants is clearly Pre-Greek; Furnée 351, 393.
Page in Frisk: 2,718

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκαπέρδα — σκαπέρδᾱ , σκαπέρδα tug of war at the Dionysia fem nom/voc/acc dual σκαπέρδᾱ , σκαπέρδα tug of war at the Dionysia fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαπέρδα — Είδος παιχνιδιού της αρχαιότητας. Είχε τη μορφή αγωνίσματος και συνηθιζόταν στα Διονύσια. Αυτοί που διαγωνίζονταν, τραβούσαν ο καθένας προς τη μεριά του την άκρη ενός σκοινιού που περνούσε μέσα από μια τρύπα ενός δοκαριού μπηγμένου στο έδαφος.… …   Dictionary of Greek

  • σκαπέρδαν — σκαπέρδᾱν , σκαπέρδα tug of war at the Dionysia fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαπέρδης — σκαπέρδα tug of war at the Dionysia fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • скопердин — род. п. а игра, при которой состязаются в метании дугообразной палки , южн. (Даль), укр. скопердин. Произведение из греч. σκαπέρδα игра юношей во время дионисий (Фасмер, Гр. сл. эт. 185) сомнительно, поскольку это слово отсутствует в нов. греч.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • чехарда — диал. чегарда, севск. (Преобр.), шигарда, донск. (Миртов1). Древняя форма не установлена достоверно; ср. еще блр. чекорда ватага детей, куча поросят (см. чекарь). Все известные этимологии неудачны, напр. сравнение с нем. Нöсkеr горб , hосkеn… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • λακκοσκάπερδον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λακκόπρωκτον». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + σκαπέρδα «είδος παιχνιδιού»] …   Dictionary of Greek

  • λακκοσκαπέρδας — λακκοσκαπέρδας, ό (Α) λακκόπρωκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + σκαπέρδα «είδος παιχνιδιού»] …   Dictionary of Greek

  • σκάπαρδος — Α [σκαπέρδα] (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ταραχώδης καὶ ἀνάγωγος» …   Dictionary of Greek

  • σκαπέρδης — ὁ, Α [σκαπέρδα] (κατά τον Ησύχ.) αυτός που αντιμετωπίζει δυσχέρειες …   Dictionary of Greek

  • σκαπερδεύσαι — και σκαπαρδεῡσαι Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορῆσαι» 2. (ο τ. σκαπαρδεῡσαι (κατά τον Τζέτζ.) «συμμαχῆσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαπέρδα. Προβλήματα γεννά τόσο η μορφή όσο και η σημ. τών διάφορων ρηματ. τ. (πρβλ. και σκαρπαδεῡσαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”